ανεμοπόδης

ανεμοπόδης
ο
θηλ. ο πολύ γρήγορος στα πόδια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανεμοπόδαρος — η, ο (κ. ανεμοπόδης) 1. αυτός που τρέχει σαν τον άνεμο 2. (για χορευτή) ευκίνητος, εύστροφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”